ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΡΙΟΥ


Το κερί είναι η πρώτη μορφή παραγωγής ελεγχόμενου φωτισμού, και έτσι, η ιστορία του ξεκινάει και αναπτύσσεται ανεξαρτήτως περιοχής, και παράλληλα με την ανάγκη του ανθρώπου για φως μετά την δύση του ήλιου, που ήταν και ο κύριος σκοπός του, τότε.

Διάφοροι λαοί ανά τον κόσμο κατασκεύαζαν τα πρώτα τους κεριά έχοντας σαν "βάση" το λίπος (ζωικό ή φυτικό), και τα οποία δεν είχαν την μορφή και την δομή που ξέρουμε σήμερα. Και αυτό γιατί σε κάθε μέρος της γης, ήταν διαφορετική η τοπική διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων, αλλά και το κόστος τους.

Έχουν αναφερθεί σε διάφορες γραφές, ότι οι Αιγύπτιοι (3000 π.χ.) τα έφτιαχναν από μελισσοκέρι, ενώ μετά από ανασκαφές στην αρχαία Αίγυπτο βρέθηκαν πήλινα κηροπήγια (καντηλέρια) που χρονολογούνται από το 400 π.χ. , στην αρχαία Κίνα και την Ιαπωνία τα φτιάχνανε από έντομα και σπόρους τυλιγμένα σε χαρτί, ενώ κατά την διάρκεια της δυναστείας των Qin (221-206 π.χ.), οι Κινέζοι έφτιαχναν κερί από λίπος φάλαινας, τα οποία και βρέθηκαν στο μαυσωλείo του Qin Shi Huang (τελευταίου αυτοκράτορα της δυναστείας), στην Ινδία φτιάχνανε κερί από βραστή κανέλλα, στο Θιβέτ από το λίπος των γιακ, οι Ινδιάνοι και άλλοι ιθαγενείς της Αμερικής (1ος αιώνας π.χ.) καίγανε καρφωμένο σε ένα κλαδί ένα ψάρι, το eulachon, γνωστό και ως candlefish (κερόψαρο), το οποίο απαντάται στο Oregon και είναι σπάνια πλούσιο σε λιπαρά, στην Αμερική οι πρώτοι μετανάστες – άποικοι ανακάλυψαν την παραγωγή κεριού από καρπούς δάφνης, αλλά η απόδοση ήταν πολύ φτωχή, καθώς για μισό κιλό κεριού απαιτούνταν 15 κιλά βραστής δάφνης. Επίσης, ανασκαφές στην Πομπηία αποκάλυψαν πολλά καντηλέρια.

Στην Ευρώπη, τα κεριά εμφανίζονται τους ρωμαικούς χρόνους, από τους Έλληνες, τους Ρωμαίους, τους Γαλάτες και τους Ετρούσκους, και τότε ήταν που θα αποκτούσαν και την θρησκευτική τους διάσταση, καθώς έγιναν απαραίτητα σε θρησκευτικές λατρείες, τελετές κ.ά.

Μετά τον 14ο αιώνα τα κεριά τα φτιάχνανε κυρίως από αγελαδινό και προβατίσιο λίπος, και το 1415 φωτίστηκαν οι δρόμοι με αυτά τα κεριά. Η ποιότητά τους όμως ήταν αρκετά χαμηλή σε σχέση με τα σημερινά, γιατί καθώς είχαν σαν βάση το ζωικό λίπος, είχαν σαν αποτέλεσμα την δυσάρεστη μυρωδιά και επιπλέον κάπνιζαν αρκετά. Μάλιστα η μυρωδιά της διαδικασίας της κατασκευής ήταν τόσο αποκρουστική, που είχε απαγορευτεί με διάταγμα σε διάφορες πόλεις.

Με την συνεπή αλλά και μετρήσιμη καύση ενός κεριού, άλλη μια χρήση του ήταν να πει την ώρα. Ένα κερί-ρολόι, είναι ένα λεπτό κερί με σταθερές σημάνσεις κατά μήκος του κεριού, που όταν καίγονται αναφέρουν τις χρονικές περιόδους. Χρησιμοποιήθηκαν από τον Αγγλοσάξωνα βασιλιά Alfred (878 μ.χ.), στην Ιαπωνία μέχρι τις αρχές του 10ου αιώνα, και από την Κινέζικη δυναστεία των Sung (960-1279 μ.χ.).

Άλλος ένας τύπος κεριού ήταν και το βουρλοκέρι, που σχηματίζεται χρησιμοποιώντας την αποξηραμένη φλούδα-ψύχα του βούρλου ως φυτίλι και μετά την βυθίζανε σε οποιοδήποτε λίπος ήταν τοπικά διαθέσιμο.

Τον Μεσαίωνα εμφανίζεται και το μελισσοκέρι, καλής ποιότητας κερί από μέλισσες, αλλά λόγω κόστους ήταν απρόσιτο για τον λαό, και το χρησιμοποιούσαν μόνο σε εκκλησίες και σε βασιλικές κατοικίες και εκδηλώσεις.

Στα τέλη του 18ου αιώνα ήρθε και το σπερματσέτο, κερί από κρυσταλλοποιημένο λάδι (λίπος) φάλαινας, το οποίο όπως και το μελισσοκέρι δεν μύριζε, αλλά ήταν και πιο σκληρό από το λίπος και το μελισσοκέρι.

Το 1800 ανακαλύφθηκε μια φθηνότερη λύση, το κραμβέλαιο. Η ελαιοκράμβη, κατάγεται από την ΝΑ Ευρώπη και ήταν γνωστή στους αρχαίους Αιγύπτιους, Έλληνες και Ρωμαίους. Αυτοφυή φυτά κράμβης βρίσκονται σε πολλά μέρη στην Ελλάδα.

Το 1811 ανακαλύπτεται η στεατίνη από τον Michel Chevreul, ο οποίος απομόνωσε το στεατικό οξύ από το λίπος (κυρίως την γλυκερίνη) της φάλαινας. Ευτυχώς σήμερα την εξάγουμε από τους καρπούς του φοινικόδεντρου.

Το 1825 γίνεται γνωστό το στριφτό φυτίλι (μέχρι τότε χρησιμοποιούσαν ύφασμα, κλωστή, σπάγγο, καλάμι κ.ά.)

Και το 1850 ανακαλύπτεται η παραφίνη, φυσική κηρώδης ουσία που απομονώθηκε από το πετρέλαιο.

Στις μέρες μας, εκτός από την παραγωγή κεριών, διαφόρων ειδών παραφίνες χρησιμοποιούνται στην συντήρηση τροφίμων, σε πολλούς τομείς της ιατρικής, στην βιομηχανία καλλυντικών, στην γαλβανοπλαστική, στην ηλεκτροτεχνία, στην διαπότιση των σπίρτων κ.ά.

Πριν ανακαλυφθούν οι ηλεκτρικοί λαμπτήρες (1879), το κερί ήταν η πιο κοινή πηγή φωτισμού.

Επίσης, αξίζει αναφοράς και η ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΙΚΗ, «αδελφή» τέχνη της κηροποιίας, που δεν είχε σαν σκοπό τόσο την παραγωγή φωτισμού, αλλά την κατασκευή έργων τέχνης από κερί (ανθρώπινα ομοιόματα, άνθη, στεφάνια κ.ά.). Γνωστή τέχνη στους Αιγύπτιους, Πέρσες και τους αρχαίους Έλληνες, που τα χρησιμοποιούσαν σε θρησκευτικές γιορτές και τελετές .